- θυμῶδες
- θῡμῶδες , θυμώδηςfiercemasc/fem voc sgθῡμῶδες , θυμώδηςfierceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… … Dictionary of Greek